- μουνικίπιον
- μουνικίπιον, τὸ (Α) (στους Ρωμαίους) αυτόνομη πόλη, τής οποίας οι πολίτες συμμετείχαν στην πολιτεία τής Ρώμης.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. municipium < municeps, municipis «ισοπολίτης» (< munus, -eris «έργο, καθήκον» + capěre «αναλαμβάνω»)].
Dictionary of Greek. 2013.